- παπουτσήδικο
- και παπουτσίδικο και παπουτσάδικο, τοεργαστήριο ή εργοστάσιο κατασκευής υποδημάτων ή κατάστημα όπου πωλούνται υποδήματα, υποδηματοποιείο.[ΕΤΥΜΟΛ. < παπούτσι + κατάλ. -ήδικο / -άδικο (πρβλ. παλιατζ-ήδικο, βενζιν-άδικο)].
Dictionary of Greek. 2013.